- μορτοβάτη
- μορτοβάτη, ἡ,A trodden by the dead, μ. ναῦς, of Charon's boat, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μορτοβάτη — και μορτοβάτις, ἡ (Α) (για τη βάρκα τού Χάρωνος) αυτή που επιβαίνεται, που πατιέται από τους νεκρούς («μορτοβάτιν ἀνθρωποβάτιν ναῡν», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μορτός + βάτη / βάτις (< βαίνω), πρβλ. ακανθο βάτις, καται βάτις] … Dictionary of Greek